Στην εποχή του, τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, ο Κρυστάλλης έγινε δέκτης διθυραμβικών κριτικών για το έργο του. Ο Κωστής Παλαμάς, διαπρεπής κριτικός εκτός των άλλων, έγραψε χαρακτηριστικά για τον Κρυστάλλη ότι "δεν είναι ο λαός που βρίσκεται ή γίνεται ποιητής. Είναι ο ποιητής που βρίσκεται και που γίνεται λαός", ενώ για την τελευταία του ποιητική συλλογή έγραψε ότι "ο ποιητής εξαντλεί τα εφόδια της τέχνης του και υπερβάλλων τα όρια αυτής, προσεγγίζει του πεζογραφικού κόσμου τα σύνορα".
Ο Κρυστάλλης επηρεάστηκε πάρα πολύ από την δημοτική ποίηση, την οποία στην ουσία μεταφέρει στην εποχή του. Απόλυτος αφηγηματικός ρεαλισμός, γλώσσα πλουσιότατη, συναίσθημα, εικόνες που αναπαρίστανται με ακρίβεια που ξαφνιάζει, είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έργο του.
Οι μεταγενέστεροι κριτικοί, σχεδόν μέχρι και το 1960, υπήρξαν αντίθετα πολύ αυστηροί με τον Κρυστάλλη. Χαρακτήρισαν τα ποίηματά του απλή μίμηση των δημοτικών τραγουδιών, από τα οποία ο ποιητής δεν διστάζει να μεταφέρει αυτούσιους στίχους. Τον κατηγόρησαν για ανυπαρξία πρωτοτυπίας, εκφραστική πενία, απουσία έμπνευσης, ιδιωματική γλώσσα που συχνά είναι έως αδύνατο να γίνει κατανοητή...
Ωστόσο νεότεροι κριτικοί, κάποιοι μάλιστα του βεληνεκούς των Λίνου Πολίτη και Κ.Θ. Δημαρά, αν και δέχονται ότι ο Κρυστάλλης έφερε τον άγνωστο, τότε, κόσμο του δημοτικού τραγουδιού στην ποίηση της εποχής του, θεωρούν ότι η σύγκριση με το "πρωτότυπο" είναι άδικη, υποστηρίζοντας ότι ο στίχος του κρύβει μεγάλη τέχνη και ότι ο ποιητής επιτυγχάνει μια πυκνότητα στην έκφραση και στη σύνθεση, εντελώς πρωτότυπη για την εποχή του.