Ο "μεγαλύτερος έλληνας ποιητής των Ακρων", όπως τον χαρακτήρισε η Λένα Πλάτωνος, έγινε στόχος αντικρουόμενων κριτικών για το έργο του, το οποίο δεν αναγνωρίσθηκε ιδιαίτερα από τους συγχρόνους του. Ανθρωποι όπως ο Εγγονόπουλος και ο Εμπειρίκος εκφράσθηκαν πολύ αρνητικά στην αρχή για το έργο του αλλά στη συνέχεια άλλαξαν ριζικά την άποψή τους-ο Εμπειρίκος μάλιστα τον αποκαλεί "μεγάλο ποιητή" σε ένα από τα ύστερα έργα του.
Πολλά έχουν γραφτεί για τη μελαγχολία και την απαισιοδοξία που διαποτίζει ολόκληρο το έργο του, το τόσο γνωστό "spleen", την "ποιητική μελαγχολία". Ωστόσο οι μεταγενέστερες απόψεις είναι πολύ διαφορετικές. Ο Πέτρος Χάρης, το 1971 στη "Νέα Εστία", αναφέρει "Ο Καρυωτάκης δεν εκραύγασε ποτέ. Τα Νηπενθή είναι εξομολόγηση, είναι, καλύτερα, η ομολογία ενός ποιητή, που δεν μπορεί να μείνει ευχαριστημένος από τη θέση του στη ζωή, γενικότερα από τη θέση του ανθρώπου ανάμεσα στις δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο. Είναι απαισιοδοξία αυτό; Είναι νοσηρότητα; Δεν το πιστεύω. Το τραγούδι του Καρυωτάκη στα «Νηπενθή» είναι στεναγμός, για να γίνει τραγικό ξέσπασμα στα «Ελεγεία και Σάτιρες». Αλλά και στο ξέσπασμα του ο ποιητής συγκρατείται και ποτέ δεν κραυγάζει. Θρηνεί, ειρωνεύεται, σατιρίζει, σαρκάζει. Ποτέ δεν κάνει διαδήλωση του πόνου του".
Ο Αντώνης Φωστιέρης έγραψε με τη σειρά του για τον Καρυωτάκη: "Αυτό που εκόμισεν ο Καρυωτάκης εις την Τέχνην δεν είναι τόσο η μορφή της ποιητικής του (που εν πολλοίς ποδηγετείται απ’ την παράδοση και από τους τρόπους των συγχρόνων του) όσο η προδρομική, αν και έμμεση, εμφάνιση στο έργο του σοβαρών οντολογικών προβλημάυων, που έμελλε στη συνέχεια να σημαδέψουν τα σημαντικότερα επιτεύγματα της νεοελληνικής ποιήσης. Ίσως μ’ αυτόν να ξεκινάει, ερήμην και του ίδιου του γράμματος των ρομαντικών του στίχων, η ιστορία της υπαρξιακής ποίησης στον τόπο μας. Είναι αυτός που έστησε τη γέφυρα για να περάσουμε από το ακαθόριστο εκείνο spleen κι από το mal du siecle, που ταλάνισε τόσους Ουράνηδες, σε μια ουσιαστική αναψηλάφηση του τραγικού ερωτήματος. Και αν ακούγεται ακόμα ευκρινώς, εξήντα ακέραια χρόνια τώρα, ο αντίλαλος από την πιστολιά της Πρέβεζας, δεν είναι τόσο για να μας θυμίσει τον έσχατο σωματικό πόνο που προκάλεσε η ζωή σε ένα ποιητή, όσο για να μας καλέσει υπαινικτικά,
με το Μηδέν και το Απειρο να συμφιλωθούμε
Γιατί το απόλυτο του Οντος μονάχα με το απόλυτο του Μηδενός συνδιαλλέγεται -- υποσκελίζοντας τις ατελείς μορφές που η "κάθε πραγματικότητα σκαρφίζεται για να το ξεγελάσει".